- κακοσταθής
- κακοσταθής, -ές (Α)ασταθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -σταθής < ἐστάθην, παθ. αόρ. τού ἵσταμαι* (πρβλ. α-σταθής, ευ-σταθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοσταθώ — κακοσταθῶ, έω (Α) [κακοσταθής] 1. βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, κακώς στέκω 2. (για τον άνεμο) είμαι αντίθετος … Dictionary of Greek